- προσημείωση
- [-ις (-εως)] η юр. наложение временного ареста на имущество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσημείωση — η 1. η ενέργεια του προσημειώνω, σημείωση από πριν. 2. (νομ.), εγγραφή, ύστερα από δικαστική απόφαση, σημείωσης στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου για την εξασφάλιση προνομιακής αξίωσης του δανειστή σε βάρος ακινήτου του οφειλέτη ή τρίτου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσημείωση — η / προσημείωσις, ώσεως, ΝΜ [προσημειῶ] νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) είδος ασφαλιστικού μέτρου τής πολιτικής δικονομίας, εγγραφή υποθήκης ύστερα από άδεια τού δικαστηρίου με την αναβλητή αίρεση τής τελεσίδικης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
προσημειώνω — προσημειοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) ενεργώ προσημείωση, εγγραφή υποθήκης σε κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο μσν. παθ. προσημειοῡμαι, όομαι έχω προσημειωθεί, έχει γίνει για μένα γραπτή… … Dictionary of Greek
προσημειώνω — προσημείωσα, προσημειώθηκα, προσημειωμένος 1. σημειώνω από πριν. 2. (νομ.), εγγράφω προσημείωση (βλ. λ.) στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)